Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αρχίζει να

  • 1 ισχύς

    (-ύος) η
    1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;

    οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;

    η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;

    στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;

    2) влияние, могущество;
    3) юр. действие, действительность; законность, сила;

    ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;

    τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;

    η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;

    θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);

    αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;

    4) физ. мощность;

    κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;

    ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχύς

  • 2 κοιλιά

    κοιλία η
    1) живот; утроба; чрево (книжн.); брюхо, пузо (прост.);

    με ( — или μού) πονεί η κοιλ μου — у меня болит живот;

    γεμίζω την κοιλιά μου — насытиться; — набить брюхо, утробу (прост.);

    η ζωή του αρχίζει απ' την κοιλιά του και τελειώνει στην κοιλ του — он обжора, он думает только р том, как набить утробу;

    στην κοιλιά της μάννας — в утробе матери;

    2) анат. полость, желудочек;

    η κοιλία της καρδιάς (τού εγκεφάλου) — желудочек сердца (головного мозга);

    3) перен. выпуклость; вогнутость;

    στάμνα με μεγάλη κοιλιά — пузатый кувшин;

    κάνει κοιλιά ο τοίχος — стенка выпятилась;

    κάνω κοιλιάпровиснуть (о натянутой веревке и т. п.);

    § κάνω κοιλιά ( — или κοιλές) — отрастить живот, брюшко;

    έχει μεγάλη κοιλιά — он невозмутим;

    με την κοιλιά — ничком;

    με την κοιλιά στο στόμα — на сносях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοιλιά

  • 3 μυρίζω

    1. μετ.
    1) нюхать, обонять; 2) перен. чуять; чувствовать;

    κάτι μού μυρίζει — я предчувствую что-то неладное;

    3) вынюхивать, пронюхивать;
    § δε μύρισα τα δάχτυλα μου откуда мне было знать; 2. αμετ. пахнуть; благоухать; вонять;

    μυρίζω ωραία (άσχημα) — пахнуть хорошо (плохо);

    τό κρέας αρχίζει να μυρίζει — мясо начинает портиться;

    αυτός μυρίζει (από) κρασί — от него пахнет вином;

    § μυρίζει μπαρούτι — пахнет порохом;

    ο *νας της βρωμά κι' ο άλλος της μυρίζει — погов, и тот ей плох, и этот нехорош (о разборчивой невесте);

    μυρίζομαι μετ.

    1) — обонять; — чуять (о животных);

    2) предчувствовать, чуять;
    κάτι μυρίστηκα я чувствовал, что тут что-то не то;

    § μυρίζομαι στον αέρα — нюхать воздух (о собаке)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυρίζω

  • 4 φέγγω

    (αόρ. έφεξα) 1. μετ. освещать; озарять;
    2. αμετ. 1) светить; сиять; 2) просвечивать, проглядывать; 3) сильно похудеть, осунуться, стать прозрачным; 4) απρόσ. светает;

    αρχίζει να φέγγει — начинает светать;

    § φέξε μου και γλίστρησα ирон. спохватился, когда скатился;
    τοΰφεξε а) ему счастье привалило, ему крупно повезло; б) его осенила мысль

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέγγω

  • 5 χειμωνιάζω

    αμετ.
    1) становиться холодным, суровым;

    ο καιρός αρχίζει να χειμωνιάζβι — холодает, начинается зима;

    2) απρόσ. наступает зима

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χειμωνιάζω

См. также в других словарях:

  • σουρουπώνει — αρχίζει να σκοτεινιάζει: Περίμεναν να σουρουπώσει για να μη γίνει αντιληπτή η αναχώρησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»